-
1 συμφωνον
τό2) грам. согласный звук или согласная буква -
2 σύμφωνον
σύμφωνοςagreeing in sound: masc /fem acc sgσύμφωνοςagreeing in sound: neut nom /voc /acc sg -
3 ξύμφωνον
σύμφωνον, σύμφωνοςagreeing in sound: masc /fem acc sgσύμφωνον, σύμφωνοςagreeing in sound: neut nom /voc /acc sg -
4 σύμ-φωνος
σύμ-φωνος, zusammentönend, -klingend, χορδαί, H. h. Merc. 51; gew. übertr., übereinstimmend, einträchtig, einig, δᾶμον τράποι σύμφωνον ἐφ' ἁσυχίαν, Pind. P. 1, 70; Soph. O. R. 421 O. C. 625; τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, Plat. Lach. 188 d; Legg. III, 696 c; καὶ ὅσα τοῠ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα, Phil. 11 b, u. öfter, auch adv., συμφώνως διὰ λόγων πάντων, Epin. 974 c; συμφώνους γενέσϑαι περὶ τῶν ἀντιλεγομένων, Pol. 17, 9, 5; vgl. noch ὁμολογούμενον καὶ σύμφωνον ἑαυτὸν κατασκευάσας κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8; das neutr. = συμφωνία, σύμφωνόν ἐστι τούτοις πρὸς ἐκείνους, 6, 36, 5, vgl. 24, 4, 8; ὅροι, D. Sic. 5, 6. – In der Musik sind τὰ σύμφωνα die Consonanzen. S. συμφωνία.
-
5 σύμφωνος
σύμφων-ος, ον,A agreeing in sound, harmonious, Ar.Av. 221 (anap.), 659 (anap.);Χορδαί h.Merc. 51
;μέλος S.Ichn.319
; echoing to cries, Id.OT 421; of a musical accompanist, AP9.584.2 as musical term, in concord or unison with, Pl.Ti. 80a, Lg. 812d;σ. φθόγγοι Thphr.Fr.89.7
; distd. from ἀντίφωνος and ὁμόφωνος, Arist.Pr. 918b30, 921a7; distd. (as epith. of fifths, fourths, etc.) from ὁμόφωνος (of octaves, double octaves, etc.) and ἐμμελής (of smaller intervals), Ptol.Harm.1.7; τὸ σ., = συμφωνία, Pl.Phlb. 56a.3 τὰ ς. consonants, D.T.631.12, A.D. Pron.11.2, al., Heph.1.1, etc.II metaph., harmonious, in harmony or proportion,τίνες σ. ἀριθμοί, καὶ τίνες οὔ Pl.R. 531c
;σ. φοραί Arist. de An. 406b31
;ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Pl.La. 188d
; of a person,σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8
; τὸ ς. harmonious order, Arist.Mu. 396b8.2 harmonious, agreeing, friendly,ἡσυχία Pi.P.1.70
; ; σ. τινί in harmony or agreement with,σ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.R. 380c
;σύμφωνα οἷς ἔλεγες Id.Grg. 457e
;σ. τῷ ὀνόματι Id.Cra. 395e
, cf. 436c, Gal.16.790 ([comp] Comp.);ἡδοναὶ.. σ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις Pl.Lg. 696c
, cf. Thphr.CP6.11.14; esp. concordant, of theory with observed fact, Id.Ign.61;σ. τοῖς φαινομένοις Epicur. Ep.2p.52U.
,Nat.11.10 ([comp] Comp.), al. (and so Adv., - νως τοῖς φ. Id.Ep.2p.36U.); rarely with πρός, as πρὸς ἀρετήν, Pl.Ep. 332d;σταθμοῖς καὶ μέτροις συμφώνοις ποτὶ τὰ δαμόσια IG5(1).1390.100
(Andania, i B.C.): c. gen.,ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα Pl.Phlb. 11b
; ἐγένετο πᾶσι σύμφωνον περί τινος they were agreed, Plb.23.4.8; σ. ἐστί τινι πρός τινα Id.6.36.5: rarely of persons,σ. γενέσθαι περι τινων Id.18.9.5
;σ. εἶναί τισι Id.30.8.7
; of planets, in harmony, Vett. Val.37.25. Adv. , D.S.15.18, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555, 58.86; τινι D.S.1.98, cf. LXX 4 Ma.14.6;σ. ἔχειν τινί Ptol.Geog.1.17.2
.3 [voice] Pass., agreed upon,σ. ὅροι D.S.5.6
;σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῖς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως OGI444.1
(Ilium, i B.C.);ἐκ συμφώνου BGU917.8
(iv A.D.), Cod.Just.8.10.12; ([place name] Lycia).III σύμφωνος, ἡ, = συμφωνιακή 11, Aret.CD2.5; name of a cough-mixture used by Antonius Musa, Gal.13.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφωνος
-
6 ἀντίφωνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίφωνος
-
7 ἁρμόζω
ἁρμόζω (ἄρω, ἅρμα, ἁρμός, ἁρμόδιος), attisch praes. meist ἁρμόττω; fügen, ordnen, passen. – Hom. viermal: med. Od. 5, 162 δούρατα ταμὼν ἁρμόζεο χαλκῷ σχεδίην, füge zusammen; act. transit. 5, 247 τέτρηνεν πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισιν, vgl. Scholl.; act. intransit. Iliad. 3, 333 ϑώρηκα περὶ στήϑεσσιν ἔδυνεν· ἥρμοσε δ' αὐτῷ, er paßte ihm; 17, 210 Ἔκτορι δ' ἥρμοσε τεύχε' ἐπὶ χροΐ – Bei den Folgd. –: 1) anfügen, zusammenfügen, ναυπηγίαν Eur. Cycl. 459; ἐπὶ γαίας ἁρμόσαι πόδας, die Füßc auf den Boden setzen, Or. 233; τί τινι, Pind. βίοτον σφίσι N. 7, 98; χαίταν στεφάνοις I. 6, 39; umgekehrt, ῥόδον κροτάφοις Anacr. 42, 9; πόδας ἐπὶ γαίας, die Füße auf die Erde setzen, Eur. Or. 233; ποδὸς ἴχνια, hintreten, Simon. 26 (VII, 253); Plat. nur Phil. 56 a τὸ σύμφωνον; ἔπεα, vom Dichter, Pind. P. 3, 114. Bes. ἄνδρα κόρᾳ, verheirathen, Pind. P 9, 121; γάμον 9, 13; ϑυγατέρα τινί, Einem die Tochter verloben, Her. 9, 108; vgl. Poll. 3, 34 ὁ πενϑερὸς ἐγγυᾷ, ἁρμόζει; med., sich vermählen mit, Her. 5, 47 u. öfter; ἅρμοσται τὴν ϑυγατέρα 3, 137, mit ihr vermählt sein; οὐδ' ἥρμοζε νυμφίῳ τινί Eur. El. 24. – 2) ordnen, befehlen, στρατόν Pind. N. 8, 11; bes. von den Lacedämonischen Befehlshabern, den Harmosten, πόλιν, auch ἐν τῇ πόλει, Xen. Lac. 14, 2; Ael. H. A. 13, 21. Von Instrumenten, stimmen, λύραν ἐπίτειν' ἕως ἂν ἁρμόσῃ Mach. Ath. VII, 346, was nachher συμφωνεῖν heißt; wie Plat. auch das med. braucht, λύραν Rep. I, 349 e; Ar. Equ. 984; ἁρμονίαν Plat. Rep. IX, 591 d; λύρα ἡρμοσμένη Phaed. 85 e; aber Lach. 193 b ist ἡρμόσμεϑα pass.; komisch, κονδύλοις ἡρμοττόμην Ar. Equ. 1236, ich wurde mit Faustschlägen gestimmt, d. i. erzogen. – 3) Am gew. intrans., passen, bequem sitzen, von Kleidern u. Waffen, Xen. Cyr. 2, 1, 16 ϑώραξ περὶ τὰ στέρνα ἁρμόζων; ἱμάτια καὶ ὑποδήματα Plat. Soph. 262 d; Ar. Th. 263 u. sonst. Uebh. angemessen sein, καὶ πρέπον εἶναι, Plat. Gorg. 503 e Lach. 188 d; εἰ μὴ τάδε πᾶσιν ἁρμόσει Soph. Ant. 1303; vgl. O. R. 902 Tr. 728. Gew. mit dat.; εἴς τι, Plat. Polit. 289 b; πρός τι, Ar. Av. 567; Dem. 61, 24; Pol. 1, 26, 4, der auch das med. so construirt, sich nach etwas fügen; ἁρμόττει ἐμοὶ εἰπεῖν Dem. 24, 4; vgl. 18, 42; – ἁρμόζων, passend, angemessen, ξείνια Pind. P. 4, 129; λόγοι, = σύμμετροι, Isocr. 4, 83; καιρὸς καὶ τόπος Pol. 5, 98, 11; vgl. 2, 16, 15; auch mit dem gen., 1, 44, 4.
-
8 αντιφωνος
-
9 ξυμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
10 ομοφωνος
-
11 συμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
12 δᾶμος
1 people, folkδᾶμον Ὑπερβορέων πείσαις Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.16
ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν i. e. community of fellow citizens O. 5.14 σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν the people of Aitna P. 1.70 ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας people of Argos N. 10.23 ]δᾶμον αθα[ Πα. 7C. c. 4. -
13 ἐς
ἐς, εἰς, ἐν (following noun governed, P. 4.44, P. 6.4, P. 9.55, I. 7.41 fr. 162, ?fr. 333a. 8.)1a to, towards, into.I generally, lit. & met.ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.10
ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαντε Σίπυλον O. 1.38
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον (e Σ Mommsen: ἐπ codd.) O. 1.48ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν O. 1.78
ῥοαὶ δ' ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν ἄνθεα ἄγαγον O. 2.49
ἐς γαῖαν πορεύειν O. 3.25
ἐς ταύταν ἑορτὰν νίσεται O. 3.34
ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος O. 6.44
δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν O. 6.63
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν O. 7.33
ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
[ βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν ἐς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. πρός) O. 9.34]εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.92
ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28
εὖναι δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.35
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν P. 3.34
ἤλυθεν ἐς λέχος P. 3.99
“ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθὼν” P. 4.44ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα P. 4.188
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207
ἐς Φᾶσιν δἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
“ ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” P. 9.55ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30
μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (Tric.: εἰς codd.) P. 11.4θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν N. 1.35
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
καὶ ἐς Αἰθίοπας ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε,Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
—3.καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. into relationship with him N. 10.14εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν I. 5.22
τὸν (= Τελαμῶνα)χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σύμμαχον ἐς Τροίαν I. 6.27
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ἐς Ἄργος ἵππιον (Er. Schmid: εἰς codd.) I. 7.11ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν I. 7.45
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν I. 8.21
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41ἐς Τροία[ν Pae. 6.75
μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15
]δ εἰς [Ἀ]χέροντα[ Πα. 22e. 9. μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. up to,φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ ( εἰς coni. Er. Schmid) N. 5.11 ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. down into,βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.37
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. into (a vehicle)τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον I. 2.2
II of journeying, uponἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἐς πλόον ἀρχομένοις (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
III sc. δόμους, to the home ofεἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b towards, in the direction ofδᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις P. 3.35
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι publicly fr. 42. 4. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. turn this omen into some manner of prosperity for Thebes Πα... εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν look upon fr. 123. 12.c with a view to, with the object of, for “ φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον I. 6.36
Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.d with regard to, in reference toἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85
( αἶνον)ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
]κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide.) fr. 260. 7. ἄμαχοί ( τινες) εἰς σοφίαν (si quidem recte hoc frag. Pindaro tribuitur, certe alia erat forma verborum apud P.) ?fr. 353.e of time, for, during.ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι P. 10.63
ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.f dub. & frag. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ δ' εἰς ἀνθρακιὰν στέψαν” ( πρὸς coni. Schr.: δὶς Turyn) fr. 168. 2. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
]τ' ἐς αὐτὸν[ Δ. 4f. 6.2 ἐν, a Doric form of ἐς.a to, towardsΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1.b intoξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
μιν ἐν πέλ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν (ἀν Π̆{S}, i. e. ἀνὰ: πέλ[α]γ[ο]ς Wil.: πελ[ά]γε[ι G-H.) Πα. 7B. 46.c dub., upon πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (codd.: δοκέοντι Fennel, Lobel: cf. ἐν 8.) N. 7.31d in regard to δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ Ritterhuius: ἐς γένος Fulvius Orsinus) N. 4.68ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2. -
14 ἡσυχία
1 peace, quiet καὶ πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον (sc. Ψαύμιδα) O. 4.16δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
ἡσυχίᾳ θιγέμεν, μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δ αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.296
esp., rest from toil: ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι (sc. Ἡρακλέα) N. 1.70ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον N. 9.48
μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
pro pers.,φιλόφρον Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ P. 8.1
ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. frag.ἡ]συχίαν Κέῳ[ Pae. 4.7
-
15 σύμφωνος
σύμφωνος, -ον1 harmoniousσύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
-
16 τρέπω
τρέπω (aor. 1, ἔτρεψεν; τρέψαις, -αντες; τρέψαι: aor. 2, (ἔ) τραπε(ν); τράποι: aor. med. 2, τράποιο: pass. pf. τέτραπται; τετραμμένον.)1 turna turn back, put to flightὅτ' ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις ἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν O. 9.72
τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
b turn, met. τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. so as to conceal what is bad P. 3.83c turn, guide, lead c. πρὸς, ἐς; inf., met.σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.55
“ καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” P. 9.43ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
also med., ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Sylburg: τρόποιο codd. Dion. Hal.) Pae. 9.9d pass., turn one's steps to, met.νιν αἰνέω πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
εἰ δὲ τέτραπται (sc. Αἴγινα)θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
e in tmesis παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεὸς (v. παρατρέπω) I. 8.10 -
17 καταλήγω
A leave off, stop,πρὶν καταλῆξαι.. ἄχος A.Ag. 1479
(anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch. 1075 (anap.); κ. ἐν.. to end at or with.., Plu.2.791c;ἐπί τι D.S.14.2
, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; [ ἡδοναὶ] περὶ τὸ σῶμα κ. Plu.2.705a; ;εἴς τι D.S.20.2
, Hierocl. in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Thphr.Ign.50; τὰ καταλήγοντα limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11;πόλεως J.BJ3.7.34
: in sg., τὸ κ. τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.2 esp. in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods,κρητικοῦ εἰς σύμφωνον -λήγοντος A.D.Pron.50.17
;εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154
, cf. 4, Hermog.Id.1.6.II trans., close, finish,ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλήγω
-
18 πλεονάζω
Aπεπλεόνακα D.S.1.90
:—[voice] Pass., [tense] pf.- ασμαι Hp.Fract.7
, etc.: [tense] aor.- άσθην Id.Art.47
: ([etym.] πλέον):—to be more, esp. to be more than enough, superfluous, opp. ἐλλείπειν, ὑπολείπειν, Arist.EN 1106a31, Col. 799a18; τὸ πλεονάζον the excess, PRev.Laws 57.13 (iii B. C.), LXXEx.26.12; π. παρά c. acc., to be in excess of.., ib.Nu.3.46;ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία Ep.Rom.5.20
; of animals, have more than the due number of limbs, opp. κολοβὰ γίνεσθαι, Arist.GA 770b32; of visits, to be frequent, Plb.4.3.12; of the sea, encroach, Arist.Mete. 351b6, cf. Plu.2.366b; πάθος defined as ὁρμὴ πλεονάζουσα, Zeno Stoic.1.50; εἰκασία ἐστὶ μεταφορὰ πλεονάζουσα simile is expanded metaphor, Demetr.Eloc. 80;τὸ ς ¯ πλεονάσαν
used to excess,D.H.
Comp.14: Gramm., to be redundant, Demetr.Lac.Herc.1012.21, etc.;Ἀρίσταρχος οὐκ ἔλεγε πλεονάζειν τὸ ἄρθρον A.D.Synt.6.2
; also of letters, τὸ ε ¯ πλεονάζει (in ἑ-ώρων) Id.Pron.58.25; but π. τῷ ῑ to have an added [pron. full] ῑ (as in ἐμεῖο), ib. 38.20; cf. 111.6.2 c. gen., exceed, opp. λείπω, Ptol.Geog.1.20.7: abs., τὸ -άζον ἔργον the extra work, PLille 1v.16 (iii B. C.); τοὺς -άζοντας τῶν ρκέ (sc. ἐρίφους ) the odd 25 out of 125, PCair.Zen.422.7 (iii B. C.).II of persons, go beyond bounds, take or claim too much, Isoc.2.33, 12.85, D.9.24, 39.14: c. dat., presume upon..,εὐτυχίᾳ Th.1.120
; butπ. κυνηγεσίαις
go beyond bounds in..,Str.
11.5.1; of a writer,τοῖς ὀνόμασι π. Id.3.3.7
: abs., to be lengthy, tedious, Id.9.1.16, D.S.1.90, LXX2 Ma.2.32; περί τινος Parmenisc. ap. Ath.4.156d.2 π. τινός have an excess of, abound in a thing, opp. ἐνδεὴς εἶναι, Arist.Pol. 1257a33, cf. Epicur.Sent.4; but π. τοῦ καιροῦ exceed all bounds.., of a writer, D.H.Comp.22.III c. acc., state at a higher figure, Str.6.3.10:—[voice] Pass., to be magnified, exaggerated, [νομίσειεν ἂν] ἔστιν ἃ πλεονάζεσθαι Th.2.35
, cf. Str.2.4.3; πεπλεόνασται has been overdone, opp. ἐνδεὲς πεποίηται, Hp.Fract.7, cf. Art.47.3 eat in too great quantity, τι Diph.Siph. ap. Ath.8.356d, Dsc.4.75, 82 (all [voice] Pass.).4 raise the price of, τι Aristid.1.170J.5 [voice] Pass., to be deceived, prob. f.l. for πλεονεκτεῖσθαι, Stob.2.7.11m.6 Gramm., use in addition or redundantly, εἰώθασιν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἄρθρα πλεονάζειν Sch.Ar.Pl.5; :—[voice] Pass., τὸ ῡ πλεοναζόμενον ψιλοῦται ib.440.12.7 to be in excess of unity, partake of plurality, Procl.Inst.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεονάζω
-
19 σύνωρον
σύνωρον· σύμφωνον, ὁμολογούμενον, ἢ συγγενῆ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνωρον
-
20 ἀδουσιασάμενοι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδουσιασάμενοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύμφωνον — σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμφωνον — σύμφωνον , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc sg σύμφωνον , σύμφωνος agreeing in sound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… … Dictionary of Greek
Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental … Wikipedia
Greek language question — The Greek language question ( el. γλωσσικό ζήτημα, short: το γλωσσικό) was a dispute discussing the question whether the language of the Greek people (Dimotiki) or an archaic imitation of Ancient Greek (Katharevousa) should be the official… … Wikipedia
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
Древнегреческий — язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
Cuestión lingüística griega — La cuestón lingüística griega o debate lingüístico griego (en griego γλωσσικό ζήτημα, glosikó zítima o simplemente γλωσσικό, glosikó) fue una disputa que discutía si la lengua oficial de Grecia debía de ser la lengua popular (griego demótico o… … Wikipedia Español
πολυσύμφωνος — ον, Μ (για λέξη) αυτός που έχει πολλά σύμφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύμφωνον] … Dictionary of Greek
σύνωρον — Α [ὥρα] (κατά τον Ησύχ.) «σύμφωνον, όμολογούμενον ή συγγενή» … Dictionary of Greek